διαβοώ

διαβοώ
(α) μετ. разглашать, трубить, трезвонить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαβοώ" в других словарях:

  • διαβοώ — (AM διαβοῶ, έω) κοινολογώ, φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω, διατυμπανίζω 2. μέσ. διαμαρτύρομαι φωνασκώντας 3. παθ. είμαι ή γίνομαι πασίγνωστος 4. εξυμνούμαι, επαινούμαι …   Dictionary of Greek

  • βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… …   Dictionary of Greek

  • διαβόητος — η, ο [διαβοώ] (AM διαβόητος, η, ο) νεοελλ. (με μειωτική σημασία) αυτός που καταγγέλλεται και περιφρονείται από την κοινωνία στην οποία ζει για πράξεις που αποκλίνουν από τον κώδικα τού ηθικού ή κοινωνικού βίου αρχ. μσν. περιβόητος, ξακουστός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»